«Όταν κλείνουν τα φώτα, η ψυχή σου κουρνιάζει
και στο σκοτάδι χορεύει με τις λέξεις…
Ο ήχος των δεικτών την ύπαρξή σου βιάζει…
Κι εσύ, θέλεις να τρέξεις…
Και τότε εμφανίζονται μονοπάτια…»
Στο μονοπάτι αρχικά εμφανίστηκε μια μάγισσα,
αόριστα ψιθύρισε πως άργησα,
ότι ο δρόμος των σκιών θα ‘ναι μακρύς και γλυκός
και πως κάπου κάπου θα δακρύζει ο ουρανός.
Λίγο βιάστηκα για να βρεθώ σ’ ένα ξέφωτο
να δω μια μάχη ένα βράδυ αξημέρωτο
Είδα κάποιον να υψώνει ένα σπαθί μπροστά μου
και, ρίχνοντας το, να ψελλίζει τ’ όνομά μου.
Θυμήθηκα πολλά και δάκρυσα ασυναίσθητα,
κατάλαβα πως έπρεπε να φύγω και συνέχισα.
Στο διάβα μου αντίκρισα κρίνα λευκά,
προάγγελοι θανάτου στιχοισμένοι σε σειρά
και μια νεράιδα να λέει για μια ατέλειωτη έξη
που μου άφησε στα χείλη μια παράξενη γεύση.
Είδα προδότες σε κελιά, σε κατάσταση σήψης,
με λουκέτα φτιαγμένα από ενδόμυχες τύψεις.
Χάθηκαν. Και προχώρησα πιο πέρα,
ένας μάγος με φίλεψε μια γυάλινη σφαίρα
Τα μάτια του έχυσαν δυο σταγόνες δάκρια γνώριμες,
αλήτρες ανάσες από στιγμές πιο απόμερες.
Πήρα χρώματα και στα κέρναγα παντού
με το χρώμα της φωτιάς στο χρώμα του δειλινού
και με θυμάμαι να λέω πριν το σκοτάδι με βρει
‘Θέλω Απόψε Να Αγγίξω Την Ουράνια Σιωπή’
Σ’ ένα όνειρο θα ζήσω τώρα πια
αφού ο κόσμος μου δεν σας βολεύει
εκεί που ακόμα υπάρχουν ξωτικά
κι ο άγγελος μου κάπου κάπου ζωντανεύει
Σ’ ένα όνειρο θα φύγω, θα χαθώ
κι όταν για μένα θα μιλάτε θα σωπαίνω,
θα σας κοιτάω από μακριά και θα γελώ
και ευτυχισμένος κάθε βράδυ θα πεθαίνω
Κι όμως με βρήκε το σκοτάδι, όρθιο ακόμα
να ‘μαι μόνος, στης πανσέληνου το χρώμα.
Κάθε βήμα μου έμοιαζε πιο σκοτεινό
και στο βάθος θαρρώ αίμα έσταζε απ’ τον ουρανό.
Σαν παραμύθι ευχήθηκα να περάσει η ζωή μου
κι ιστορίες διάβαζα, να δω ποια μου ταιριάζει.
Σε πριγκίπισσα που κοιμόταν έδωσα το φιλί μου
κι όταν ξύπνησε άρχισε να ουρλιάζει.
Έσκυψα κεφάλι ίσως δάκρυσα πιο πέρα
στα μέρη που ποτέ δεν ξημέρωσε η μέρα
γιατί μαύρα δαιμόνια έκρυβαν τον ήλιο
ενώ ο χρόνος εξορίστηκε απ’ της νιότης το βασίλειο.
Εκεί στολίζονται τα δάση μόνο από ιτιές
που απ’ τη γέννηση τους έχουν έτοιμες θηλιές
πλεγμένες από ψέματα και όρκους πατημένους
κι οι μανδραγόρες χορεύουν κάτω από τους κρεμασμένους.
Κυνήγι μαγισσών γι’ αθάνατα ξόρκια.
Με πλησίασε μια κι είπε τα παρακάτω λόγια.
Κρύβω μέσα μου, λέει, μια άπ’ τις προφητείες :
Όπου δω ανατολή εκεί θα χρίζονται μεσσίες.
Σκέψεις βγαλμένες απ’ της ψυχής μου τα υπόγεια,
μ’ ένα μικρόφωνο θα βαφτιστούν υπόνοια
κι αύριο θα με βρει του ήλιου το γέρμα
μ’ ένα βέλος στη καρδιά, αντί στη φτέρνα.
'Άξαφνα χάθηκαν όλα, με την πρώτη ακτίνα από το φως
κι ο ουρανός μοιάζει τόσο μελαγχολικός.
Ας ήτανε το παραμύθι να μην τελείωνε νωρίτερα,
τα όνειρα που πεθαίνω για μένα είναι τα καλύτερα.'
Σ’ ένα όνειρο θα ζήσω τώρα πια
αφού ο κόσμος μου δεν σας βολεύει
εκεί που ακόμα υπάρχουν ξωτικά
κι ο άγγελος μου κάπου κάπου ζωντανεύει
Σ’ ένα όνειρο θα φύγω, θα χαθώ
κι όταν για μένα θα μιλάτε θα σωπαίνω,
θα σας κοιτάω από μακριά και θα γελώ
και ευτυχισμένος κάθε βράδυ θα πεθαίνω
Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010
Σ΄ ενα ονειρο - Kingeorge, Υπονοια
ποιημα...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σιγά σιγά μαζευόμαστε!